- κοσμογνωσία
- ηη γνώση του κόσμου (των τόπων και των κλιμάτων της Γης).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοσμογνωσία — η η γνώση τού κόσμου, δηλαδή τών τόπων και τών κλιμάτων τής Γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + γνωσία (< γνώσις). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Weltkenntnis, και μαρτυρείται από το 1884 στον Γεώργιο Βιζυηνό] … Dictionary of Greek
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek